τσινώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσινώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσινῶ < *τινῶ με τσιτακισμό < τινάζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡siˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐νώ
Ρήμα
επεξεργασίατσινώ
- (παρωχημένο) σπανιότερη μορφή του τσινάω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τσινώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας