↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσίνισμα τα τσινίσματα
      γενική του τσινίσματος των τσινισμάτων
    αιτιατική το τσίνισμα τα τσινίσματα
     κλητική τσίνισμα τσινίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσίνισμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσίνισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία