Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσίνισμα τα τσινίσματα
      γενική του τσινίσματος των τσινισμάτων
    αιτιατική το τσίνισμα τα τσινίσματα
     κλητική τσίνισμα τσινίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσίνισμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσίνισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία