↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιληπούρδισμα τα τσιληπουρδίσματα
      γενική του τσιληπουρδίσματος των τσιληπουρδισμάτων
    αιτιατική το τσιληπούρδισμα τα τσιληπουρδίσματα
     κλητική τσιληπούρδισμα τσιληπουρδίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιληπούρδισμα < ελληνιστική τσιληπούρδισμα < τσιληπουρδώ / τσιληπουρδῶ < αρχαία ελληνική σιληπορδέω / σιληπορδῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιληπούρδισμα (& τσιλημπούρδημα & τσιλημπούρδισμα) θηλυκό

  • με την ορθογραφία τσιληπούρδισμα η λέξη απαντάται στο βυζαντινό κείμενο «Διήγηση των τετραπόδων ζώων»[1]
  • η (συνήθως εξωσυζυγική) ερωτοτροπία
    ※ 
ἐγκάνιξα ἐκ τὴν χαράν, ἐφώναξα μεγάλως,
πορδοκοπῶν εἰσέδραμα νὰ δώσω συχαρίτσιν,
καὶ εἰς τὸ τσιληπούρδισμα, εἰς τὴν χαρὰν ἐκείνην
καὶ εἰς τὸ ἀναρούφισμα τῆς ἐγκανισματίας
τὸ πρόσταγμα ἐσέβηκεν εἰς τὰ ἐντός μου μέσα.[1]

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 NICHOLAS, N. – BALOGLOU, G. An Entertaining Tale of Quadrupeds. New York 2003, σ. 196 κ. ε., στίχοι 691 κ. ε., στίχος 729α [1]

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία