Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιληπουρδῶ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σιληπορδῶ, συνηρημένος τύπος του σιληπορδέω (φέρομαι αλαζονικά, ελληνστική σημασία: φέρομαι χυδαία) με ισχυροποίηση [s] > [t͡s] ⟨σ > τσ⟩ και τροπή [o] > [u] ⟨ο > ου⟩ [1][2] Για τα συνθετικά → δείτε τη λέξη σιληπρορδέω.

τσιληπουρδῶ

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τσιλημπουρδάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. τσιληπουρδίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.