σιληπορδέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασιληπορδέω (& δωρικός τύπος : σιλαπορδέω)
- (κυριολεκτικά) πέρδομαι μπροστά από τη μύτη κάποιου, για να τον χλευάσω/προσβάλω
- (μεταφορικά) φέρομαι με χυδαίο και απρεπή τρόπο