↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σίλλος οἱ σίλλοι
      γενική τοῦ σίλλου τῶν σίλλων
      δοτική τῷ σίλλ τοῖς σίλλοις
    αιτιατική τὸν σίλλον τοὺς σίλλους
     κλητική ! σίλλε σίλλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σίλλω
γεν-δοτ τοῖν  σίλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σίλλος < λείπει η ετυμολογία Θεωρείται συγγενές / υποκοριστικό του Σιληνός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σίλλος, -ου αρσενικό

  1. που βλέπει λοξά
  2. αλλήθωρος
  3. (φιλολογία) σατυρικό / σκωπτικό ποίημα
  4. σιλλογράφος, σατυριστής

Παράγωγα

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)