τσιλημπούρδημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιλημπούρδημα < ελληνιστική τσιληπούρδισμα < τσιληπουρδώ / τσιληπουρδῶ < αρχαία ελληνική σιληπορδέω / σιληπορδῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιλημπούρδημα (& τσιλημπούρδισμα) θηλυκό
τσιλημπούρδημα (& τσιλημπούρδισμα) θηλυκό