τσιάφκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσιάφκα | οι | τσιάφκες |
γενική | της | τσιάφκας | των | τσιαφκών |
αιτιατική | την | τσιάφκα | τις | τσιάφκες |
κλητική | τσιάφκα | τσιάφκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιάφκα < ... < λατινική caucus < αρχαία ελληνική καῦκος/ καῦκα (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιάφκα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιάφκα
|