Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσεχοσλοβάκικος η τσεχοσλοβάκικη το τσεχοσλοβάκικο
      γενική του τσεχοσλοβάκικου της τσεχοσλοβάκικης του τσεχοσλοβάκικου
    αιτιατική τον τσεχοσλοβάκικο την τσεχοσλοβάκικη το τσεχοσλοβάκικο
     κλητική τσεχοσλοβάκικε τσεχοσλοβάκικη τσεχοσλοβάκικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσεχοσλοβάκικοι οι τσεχοσλοβάκικες τα τσεχοσλοβάκικα
      γενική των τσεχοσλοβάκικων των τσεχοσλοβάκικων των τσεχοσλοβάκικων
    αιτιατική τους τσεχοσλοβάκικους τις τσεχοσλοβάκικες τα τσεχοσλοβάκικα
     κλητική τσεχοσλοβάκικοι τσεχοσλοβάκικες τσεχοσλοβάκικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσεχοσλοβάκικος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

τσεχοσλοβάκικος

  Μεταφράσεις επεξεργασία