τσεμπαλίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσεμπαλίστας < τσέμπαλ(ο) + -ίστας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡sem.baˈli.stas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσε‐μπα‐λί‐στας
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσεμπαλίστας αρσενικό (θηλυκό τσεμπαλίστα)
- ο μουσικός που παίζει τσέμπαλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσεμπαλίστας