Δείτε επίσης: Τσαρουχάς, Τσαρούχας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσαρουχάς οι τσαρουχάδες
      γενική του τσαρουχά των τσαρουχάδων
    αιτιατική τον τσαρουχά τους τσαρουχάδες
     κλητική τσαρουχά τσαρουχάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσαρουχάς < τσαρούχ(ι) + -άς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡sa.ɾuˈxas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐ρου‐χάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσαρουχάς αρσενικό

⮡  Στις μέρες μας είναι πολύ δύσκολο να βρεις τσαρουχά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία