Δείτε επίσης: Τσαρουχάς, Τσαρούχας
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσαρουχάς οι τσαρουχάδες
      γενική του τσαρουχά των τσαρουχάδων
    αιτιατική τον τσαρουχά τους τσαρουχάδες
     κλητική τσαρουχά τσαρουχάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τσαρουχάς < τσαρούχ(ι) + -άς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσαρουχάς αρσενικό

  Στις μέρες μας είναι πολύ δύσκολο να βρεις τσαρουχά

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία