τσαρουχάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τσαρουχάς < τσαρούχ(ι) + -άς
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡sa.ɾuˈxas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐ρου‐χάς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσαρουχάς αρσενικό
- ⮡ Στις μέρες μας είναι πολύ δύσκολο να βρεις τσαρουχά
Συγγενικά
επεξεργασία- Τσαρουχάς (επώνυμο)
- Τσαρούχας (επώνυμο)
- τσαρούχι
- τσαρουχάδικο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσαρουχάς
|