τρυγητός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τρυγητός | οι | τρυγητοί |
γενική | του | τρυγητού | των | τρυγητών |
αιτιατική | τον | τρυγητό | τους | τρυγητούς |
κλητική | τρυγητέ | τρυγητοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρυγητός < τρυγώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρυγητός αρσενικό
- ο τρύγος, η συγκομιδή των σταφυλιών
- (συνεκδοχικά) η χρονική περίοδος του τρύγου
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρυγητός
|