ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τροχαστής οἱ τροχασταί
      γενική τοῦ τροχαστοῦ τῶν τροχαστῶν
      δοτική τῷ τροχαστ τοῖς τροχασταῖς
    αιτιατική τὸν τροχαστήν τοὺς τροχαστᾱ́ς
     κλητική ! τροχαστᾰ́ τροχασταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τροχαστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  τροχασταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τροχαστής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τροχάζω, τροχασ- + -τής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροχαστής αρσενικό

  • τροχαστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.