τροχάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τροχάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίατροχάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τροχάζω | τρόχαζα | θα τροχάζω | να τροχάζω | τροχάζοντας | |
β' ενικ. | τροχάζεις | τρόχαζες | θα τροχάζεις | να τροχάζεις | τρόχαζε | |
γ' ενικ. | τροχάζει | τρόχαζε | θα τροχάζει | να τροχάζει | ||
α' πληθ. | τροχάζουμε | τροχάζαμε | θα τροχάζουμε | να τροχάζουμε | ||
β' πληθ. | τροχάζετε | τροχάζατε | θα τροχάζετε | να τροχάζετε | τροχάζετε | |
γ' πληθ. | τροχάζουν(ε) | τρόχαζαν τροχάζαν(ε) |
θα τροχάζουν(ε) | να τροχάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τρόχασα | θα τροχάσω | να τροχάσω | τροχάσει | ||
β' ενικ. | τρόχασες | θα τροχάσεις | να τροχάσεις | τρόχασε | ||
γ' ενικ. | τρόχασε | θα τροχάσει | να τροχάσει | |||
α' πληθ. | τροχάσαμε | θα τροχάσουμε | να τροχάσουμε | |||
β' πληθ. | τροχάσατε | θα τροχάσετε | να τροχάσετε | τροχάστε | ||
γ' πληθ. | τρόχασαν τροχάσαν(ε) |
θα τροχάσουν(ε) | να τροχάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τροχάσει | είχα τροχάσει | θα έχω τροχάσει | να έχω τροχάσει | ||
β' ενικ. | έχεις τροχάσει | είχες τροχάσει | θα έχεις τροχάσει | να έχεις τροχάσει | ||
γ' ενικ. | έχει τροχάσει | είχε τροχάσει | θα έχει τροχάσει | να έχει τροχάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τροχάσει | είχαμε τροχάσει | θα έχουμε τροχάσει | να έχουμε τροχάσει | ||
β' πληθ. | έχετε τροχάσει | είχατε τροχάσει | θα έχετε τροχάσει | να έχετε τροχάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τροχάσει | είχαν τροχάσει | θα έχουν τροχάσει | να έχουν τροχάσει |
|