Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τροφιμογενής η τροφιμογενής το τροφιμογενές
      γενική του τροφιμογενούς* της τροφιμογενούς του τροφιμογενούς
    αιτιατική τον τροφιμογενή την τροφιμογενή το τροφιμογενές
     κλητική τροφιμογενή(ς) τροφιμογενής τροφιμογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τροφιμογενείς οι τροφιμογενείς τα τροφιμογενή
      γενική των τροφιμογενών των τροφιμογενών των τροφιμογενών
    αιτιατική τους τροφιμογενείς τις τροφιμογενείς τα τροφιμογενή
     κλητική τροφιμογενείς τροφιμογενείς τροφιμογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροφιμογενής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

τροφιμογενής

  Μεταφράσεις επεξεργασία