Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τροπιδοειδής η τροπιδοειδής το τροπιδοειδές
      γενική του τροπιδοειδούς* της τροπιδοειδούς του τροπιδοειδούς
    αιτιατική τον τροπιδοειδή την τροπιδοειδή το τροπιδοειδές
     κλητική τροπιδοειδή(ς) τροπιδοειδής τροπιδοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τροπιδοειδείς οι τροπιδοειδείς τα τροπιδοειδή
      γενική των τροπιδοειδών των τροπιδοειδών των τροπιδοειδών
    αιτιατική τους τροπιδοειδείς τις τροπιδοειδείς τα τροπιδοειδή
     κλητική τροπιδοειδείς τροπιδοειδείς τροπιδοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροπιδοειδής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

τροπιδοειδής

  Μεταφράσεις επεξεργασία