Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρομώδης η τρομώδης το τρομώδες
      γενική του τρομώδους της τρομώδους του τρομώδους
    αιτιατική τον τρομώδη την τρομώδη το τρομώδες
     κλητική τρομώδη(ς) τρομώδης τρομώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρομώδεις οι τρομώδεις τα τρομώδη
      γενική των τρομωδών των τρομωδών των τρομωδών
    αιτιατική τους τρομώδεις τις τρομώδεις τα τρομώδη
     κλητική τρομώδεις τρομώδεις τρομώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρομώδης < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

τρομώδης

  1. νόσος με επίπτωση ή σύμπτωμα την τρεμούλα
    τρομώδης νόσος

  Μεταφράσεις επεξεργασία