Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραυματιολογία οι τραυματιολογίες
      γενική της τραυματιολογίας των τραυματιολογιών
    αιτιατική την τραυματιολογία τις τραυματιολογίες
     κλητική τραυματιολογία τραυματιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραυματιολογία < τραυματί(ας) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραυματιολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία