πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραυλότητα οι τραυλότητες
      γενική της τραυλότητας των τραυλοτήτων
    αιτιατική την τραυλότητα τις τραυλότητες
     κλητική τραυλότητα τραυλότητες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος.
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τραυλότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τραυλότης από την αιτιατική ενικού «τὴν τραυλότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε τραυλ(ός) + -ότητα.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τραυλότητα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

τραυλότητα θηλυκό