↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραπεζομάχαιρο τα τραπεζομάχαιρα
      γενική του τραπεζομάχαιρου των τραπεζομάχαιρων
    αιτιατική το τραπεζομάχαιρο τα τραπεζομάχαιρα
     κλητική τραπεζομάχαιρο τραπεζομάχαιρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραπεζομάχαιρο < τραπέζ(ι) + -ο- + -μάχαιρο (< μαχαίρι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τραπεζομάχαιρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία