Δείτε επίσης: Τραπεζάρης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραπεζάρης οι τραπεζάρηδες
      γενική του τραπεζάρη των τραπεζάρηδων
    αιτιατική τον τραπεζάρη τους τραπεζάρηδες
     κλητική τραπεζάρη τραπεζάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραπεζάρης < μεσαιωνική ελληνική τραπεζάρης < τράπεζ(α) + -άρης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾa.peˈza.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρα‐πε‐ζά‐ρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τραπεζάρης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραπεζάρης < τράπεζ(α) + -άρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τραπεζάρης αρσενικό