Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τραπεζάρη

  1. τραπεζάρης, στη γενική του ενικού
  2. τραπεζάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. τραπεζάρης, στην κλητική του ενικού