τρίωρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τρίωρος | η | τρίωρη | το | τρίωρο |
γενική | του | τρίωρου | της | τρίωρης | του | τρίωρου |
αιτιατική | τον | τρίωρο | την | τρίωρη | το | τρίωρο |
κλητική | τρίωρε | τρίωρη | τρίωρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τρίωροι | οι | τρίωρες | τα | τρίωρα |
γενική | των | τρίωρων | των | τρίωρων | των | τρίωρων |
αιτιατική | τους | τρίωρους | τις | τρίωρες | τα | τρίωρα |
κλητική | τρίωροι | τρίωρες | τρίωρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τρίωρος, -η, -ο
- που διαρκεί τρεις ώρες
- τρίωρη διάλεξη
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρίωρος
|