τουρκολογιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τουρκολογιά | ||
γενική | της | τουρκολογιάς | ||
αιτιατική | την | τουρκολογιά | ||
κλητική | τουρκολογιά | |||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tuɾ.co.loˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τουρ‐κο‐λο‐γιά
- τονικό παρώνυμο: τουρκολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουρκολογιά θηλυκό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουρκολογιά
|