Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοπογράφηση οι τοπογραφήσεις
      γενική της τοπογράφησης* των τοπογραφήσεων
    αιτιατική την τοπογράφηση τις τοπογραφήσεις
     κλητική τοπογράφηση τοπογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τοπογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοπογράφηση < τοπογραφώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τοπογράφηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία