τοξινοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τοξινοειδής | η | τοξινοειδής | το | τοξινοειδές |
γενική | του | τοξινοειδούς* | της | τοξινοειδούς | του | τοξινοειδούς |
αιτιατική | τον | τοξινοειδή | την | τοξινοειδή | το | τοξινοειδές |
κλητική | τοξινοειδή(ς) | τοξινοειδής | τοξινοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τοξινοειδείς | οι | τοξινοειδείς | τα | τοξινοειδή |
γενική | των | τοξινοειδών | των | τοξινοειδών | των | τοξινοειδών |
αιτιατική | τους | τοξινοειδείς | τις | τοξινοειδείς | τα | τοξινοειδή |
κλητική | τοξινοειδείς | τοξινοειδείς | τοξινοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τοξινοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίατοξινοειδής
Μεταφράσεις
επεξεργασία τοξινοειδής
|