Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τοξιδερμία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τοξιδερμί
α
οι
τοξιδερμί
ες
γενική
της
τοξιδερμί
ας
των
τοξιδερμι
ών
αιτιατική
την
τοξιδερμί
α
τις
τοξιδερμί
ες
κλητική
τοξιδερμί
α
τοξιδερμί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τοξιδερμία
< (
λόγιο δάνειο
)
γαλλική
toxidermie
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τοξιδερμία
θηλυκό
(
ιατρική
,
σπάνιο
)
ερεθισμός
του
δέρματος
οφειλόμενος σε τοξίνες ή αλλεργιογόνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τοξιδερμία
αγγλικά
:
toxidermia
(en)
γαλλικά
:
toxidermie
(fr)