Δείτε επίσης: εκτοξευτής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τοξευτής οι τοξευτές
      γενική του τοξευτή των τοξευτών
    αιτιατική τον τοξευτή τους τοξευτές
     κλητική τοξευτή τοξευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοξευτής < αρχαία ελληνική τοξευτής < τοξεύω < τόξον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τοξευτής αρσενικό θηλυκό: τοξεύτρια & τοξεύτρα)

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία