τοξαιμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τοξαιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική toxemia ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική toxémie < αρχαία ελληνική τόξον + αἷμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοξαιμία θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του τοξιναιμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία τοξαιμία
|
Πηγές
επεξεργασία- τοξιναιμία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)