Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

   
αριστερά: στοιχεία δομής αρχαίου ναού. 1: κίονας,
2: τοίχος του ναού, 3: στυλοβάτης ή τοιχοβάτης,
4: στερεοβάτης, 5: ευθυντηρία, 6: κρηπίδωμα
δεξιά: Ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τοιχοβάτης οι τοιχοβάτες
      γενική του τοιχοβάτη των τοιχοβατών
    αιτιατική τον τοιχοβάτη τους τοιχοβάτες
     κλητική τοιχοβάτη τοιχοβάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοιχοβάτης < ελληνιστική τοιχοβάτης < τοῖχος + βαίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τοιχοβάτης αρσενικό

  1. (αρχιτεκτονική) η βάση στην οποία στηρίζεται ο τοίχος των οικοδομημάτων
  2. (αρχιτεκτονική) το τρίτο και μεγαλύτερο σκαλοπάτι της κρηπίδας των αρχαίων ναών, ιδίως αυτών χωρίς περιμετρικές κολόνες

  Μεταφράσεις επεξεργασία