Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιτλοδότηση οι τιτλοδοτήσεις
      γενική της τιτλοδότησης* των τιτλοδοτήσεων
    αιτιατική την τιτλοδότηση τις τιτλοδοτήσεις
     κλητική τιτλοδότηση τιτλοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τιτλοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιτλοδότηση < τίτλος + δίδω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τιτλοδότηση θηλυκό

  1. η τιτλοδοσία, η επιλογή ή/και η απόδοση τίτλου
  2. (χημεία) αναζήτηση τίτλων ή περιεκτικότητας κάποιου διαλύματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία