τιτλοδότηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιτλοδότηση | οι | τιτλοδοτήσεις |
γενική | της | τιτλοδότησης* | των | τιτλοδοτήσεων |
αιτιατική | την | τιτλοδότηση | τις | τιτλοδοτήσεις |
κλητική | τιτλοδότηση | τιτλοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τιτλοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατιτλοδότηση θηλυκό
- η τιτλοδοσία, η επιλογή ή/και η απόδοση τίτλου
- (χημεία) αναζήτηση τίτλων ή περιεκτικότητας κάποιου διαλύματος