τιράγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τιράγιο | τα | τιράγια |
γενική | του | τιράγιου | των | τιράγιων |
αιτιατική | το | τιράγιο | τα | τιράγια |
κλητική | τιράγιο | τιράγια | ||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τιράγιο < ιταλική tiraggio < tirare < δημώδης λατινική *tirare
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tiˈɾa.ʝo/ με συνίζηση
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τι‐ρά‐γιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τιράγιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός, παρωχημένο) βίαιος ελκυσμός ατμολέβητα λόγω της πίεσης του ατμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τιράγιο
|