• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τιράγιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τιράγιο τα τιράγια
      γενική του τιράγιου των τιράγιων
    αιτιατική το τιράγιο τα τιράγια
     κλητική τιράγιο τιράγια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τιράγιο < ιταλική tiraggio < tirare < δημώδης λατινική *tirare

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tiˈɾa.ʝo/ με συνίζηση
τυπογραφικός συλλαβισμός : τι‐ρά‐γιο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τιράγιο ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός, παρωχημένο) βίαιος ελκυσμός ατμολέβητα λόγω της πίεσης του ατμού

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τιράγιο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τιράγιο&oldid=7011763"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Ιανουαρίου 2025, στις 14:33

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Ιανουαρίου 2025, στις 14:33.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας