Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τηλεφακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
τηλεφακ
ός
οι
τηλεφακ
οί
γενική
του
τηλεφακ
ού
των
τηλεφακ
ών
αιτιατική
τον
τηλεφακ
ό
τους
τηλεφακ
ούς
κλητική
τηλεφακ
έ
τηλεφακ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τηλεφακός
<
τηλε-
+
φακός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τηλεφακός
αρσενικό
ο
φακός
φωτογραφικής μηχανής που δίνει μεγάλη
μεγέθυνση
στα μακρινά αντικείμενα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τηλεφακός
αγγλικά
:
zoom lens
(en)
γαλλικά
:
téléobjectif
(fr)