Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τηλεφακός οι τηλεφακοί
      γενική του τηλεφακού των τηλεφακών
    αιτιατική τον τηλεφακό τους τηλεφακούς
     κλητική τηλεφακέ τηλεφακοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεφακός < τηλε- + φακός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεφακός αρσενικό

  • ο φακός φωτογραφικής μηχανής που δίνει μεγάλη μεγέθυνση στα μακρινά αντικείμενα

  Μεταφράσεις επεξεργασία