Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεδίκη < τηλε= + δίκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεδίκη θηλυκό

  1. (νομικός όρος) επίσημα χαρακτηρίζεται η δυνατότητα της εικονοτηλεκατάθεσης μαρτύρων, πραγματογνωμόνων, αποδεικτικών μέσων κ.λπ. κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας μιας δίκης.
  2. δημοσιογραφικός όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται σκωπτικά η όποια προσπάθεια τηλεπαρουσιαστών ν΄ αντικαταστήσουν την δικαστική εξουσία.
    έσπειραν τηλεδίκες και θέρισαν φόνους (πρωτοσέλιδο δημοσίευμα αθηναϊκής εφημερίδας)

Σημειώσεις επεξεργασία

  1. εξυπακούεται ότι η διενέργεια τηλεδίκης απαιτεί μεγάλο τεχνικό εξοπλισμό της δικαστικής αίθουσας.

  Μεταφράσεις επεξεργασία