↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεδίκη οι τηλεδίκες
      γενική της τηλεδίκης των τηλεδικών
    αιτιατική την τηλεδίκη τις τηλεδίκες
     κλητική τηλεδίκη τηλεδίκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τηλεδίκη (νεολογισμός) < τηλε- + δίκη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τηλεδίκη θηλυκό

  1. (νομικός όρος) επίσημα χαρακτηρίζεται η δυνατότητα της εικονοτηλεκατάθεσης μαρτύρων, πραγματογνωμόνων, αποδεικτικών μέσων κ.λπ. κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας μιας δίκης
  2. (νεολογισμός, ειρωνικό) δημοσιογραφικός όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται σκωπτικά η όποια προσπάθεια τηλεπαρουσιαστών ν' αντικαταστήσουν την δικαστική εξουσία
    ⮡  έσπειραν τηλεδίκες και θέρισαν φόνους (πρωτοσέλιδο δημοσίευμα αθηναϊκής εφημερίδας)

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Εξυπακούεται ότι η διενέργεια τηλεδίκης απαιτεί μεγάλο τεχνικό εξοπλισμό της δικαστικής αίθουσας.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • τηλεδίκηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • τηλεδίκη - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr