Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τζιγεροσαρμάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
τζιγεροσαρμ
άς
οι
τζιγεροσαρμ
άδες
γενική
του
τζιγεροσαρμ
ά
των
τζιγεροσαρμ
άδων
αιτιατική
τον
τζιγεροσαρμ
ά
τους
τζιγεροσαρμ
άδες
κλητική
τζιγεροσαρμ
ά
τζιγεροσαρμ
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τζιγεροσαρμάς
<
τζιγέρ(ι)
+
-ο-
+
σαρμάς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τζιγεροσαρμάς
αρσενικό
(
γαστρονομία
)
σαρμάς
που φτιάχνεται με
κομμάτια
αρνιού
(
συκωταριά
,
μπόλιες
κ.ά.) τυλιγμένα με
σκέπη
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
σαρμάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τζιγεροσαρμάς