τζεβάπι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζεβάπι | τα | τζεβάπια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τζεβάπι | τα | τζεβάπια |
κλητική | τζεβάπι | τζεβάπια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατζεβάπι ουδέτερο
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) απάντηση
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) απολογία
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) δικαιολογία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τζεβάπι
|