Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τετροξείδιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τετροξείδι
ο
τα
τετροξείδι
α
γενική
του
τετροξειδί
ου
&
τετροξείδι
ου
των
τετροξειδί
ων
αιτιατική
το
τετροξείδι
ο
τα
τετροξείδι
α
κλητική
τετροξείδι
ο
τετροξείδι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τετροξείδιο
<
τετρα-
+
οξείδιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τετροξείδιο
ουδέτερο
(
χημεία
):
οξείδιο
στο
μόριο
του οποίου περιέχονται
τέσσερα
άτομα
οξυγόνου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τετροξείδιο