τετραώδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τετραώδιο | τα | τετραώδια |
γενική | του | τετραώδιου & τετραωδίου |
των | τετραώδιων & τετραωδίων |
αιτιατική | το | τετραώδιο | τα | τετραώδια |
κλητική | τετραώδιο | τετραώδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετραώδιο ουδέτερο, (λόγιο) τετραώδιον
- (θρησκεία): εκκλησιαστικός ύμνος που φέρει τέσσερις ωδές
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετραώδιο
|