Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τετραχλωροκασσίτερος οι τετραχλωροκασσίτεροι
      γενική του τετραχλωροκασσίτερου των τετραχλωροκασσίτερων
    αιτιατική τον τετραχλωροκασσίτερο τους τετραχλωροκασσίτερους
     κλητική τετραχλωροκασσίτερε τετραχλωροκασσίτεροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραχλωροκασσίτερος < τετρα- + (χλώριο) χλωρο- + κασσίτερος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετραχλωροκασσίτερος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία