Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραμεθυλένιο τα τετραμεθυλένια
      γενική του τετραμεθυλένιου
τετραμεθυλενίου
των τετραμεθυλένιων
τετραμεθυλενίων
    αιτιατική το τετραμεθυλένιο τα τετραμεθυλένια
     κλητική τετραμεθυλένιο τετραμεθυλένια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραμεθυλένιο < τετρα- + μεθυλένιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετραμεθυλένιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία