Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραλίνιο τα τετραλίνια
      γενική του τετραλινίου
τετραλίνιου
των τετραλινίων
    αιτιατική το τετραλίνιο τα τετραλίνια
     κλητική τετραλίνιο τετραλίνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραλίνιο < αγγλική tetralin

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετραλίνιο ουδέτερο

  1. (χημεία): υγρή οργανική ουσία, υδρογονάνθρακας, με μοριακό τύπο C10H12, που παράγεται από το ναφθαλίνιο με καταλυτική υδρογόνωση
    το τετραλίνιο χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλύτης και ως καύσιμο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία