τετραλίνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετραλίνιο ουδέτερο
- (χημεία): υγρή οργανική ουσία, υδρογονάνθρακας, με μοριακό τύπο C10H12, που παράγεται από το ναφθαλίνιο με καταλυτική υδρογόνωση
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετραλίνιο
|