τετρακυκλίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τετρακυκλίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική tetracycline < αρχαία ελληνική τετρα- + κύκλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατετρακυκλίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική, παρωχημένο) αντιβιοτικό φάρμακο με αντιβακτηριακή δράση έναντι πολλών τύπων βακτηρίων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- tetracycline στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία τετρακυκλίνη