τετράσκαλμος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τετράσκαλμος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τετρά- + σκαλμός
Επίθετο επεξεργασία
τετράσκαλμος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (ναυτικός όρος) που φέρει τέσσερις σκαλμούς, τετράκωπος
- → χρειάζεται παράθεμα (Διόδωρος Σικελιώτης, 40.1.)
Πηγές επεξεργασία
- τετράσκαλμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.