Ετυμολογία

επεξεργασία
τετράκωπος < τετρα- + κώπη

  Επίθετο

επεξεργασία

τετράκωπος -η, -ο

  • αυτός/ή/ό που φέρει τέσσερα κουπιά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία