τετράβηλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετράβηλο ουδέτερο
- (θρησκεία): το πέπλο που φέρεται στο κυβώριο πάνω από την αγία τράπεζα
- (συνεκδοχικά): τετράγωνο πέπλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετράβηλο
|
τετράβηλο ουδέτερο
|