Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετράβηλο τα τετράβηλα
      γενική του τετραβήλου
τετράβηλου
των τετραβήλων
    αιτιατική το τετράβηλο τα τετράβηλα
     κλητική τετράβηλο τετράβηλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετράβηλο < τετρα- + βήλο (= καλύπτρα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετράβηλο ουδέτερο

  1. (θρησκεία): το πέπλο που φέρεται στο κυβώριο πάνω από την αγία τράπεζα
  2. (συνεκδοχικά): τετράγωνο πέπλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία