↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τερώδης η τερώδης το τερώδες
      γενική του τερώδους της τερώδους του τερώδους
    αιτιατική τον τερώδη την τερώδη το τερώδες
     κλητική τερώδη(ς) τερώδης τερώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τερώδεις οι τερώδεις τα τερώδη
      γενική των τερωδών των τερωδών των τερωδών
    αιτιατική τους τερώδεις τις τερώδεις τα τερώδη
     κλητική τερώδεις τερώδεις τερώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τερώδης < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

τερώδης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία