τερατάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τερατάκι | τα | τερατάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τερατάκι | τα | τερατάκια |
κλητική | τερατάκι | τερατάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τερατάκι < τέρας + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίατερατάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του τέρας
- (μεταφορικά) άτακτο, ανήσυχο παιδί (παιχνιδιάρικα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τερατάκι
|