τεραμυκίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεραμυκίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Terramycin.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε terra- + -mycin (< αρχαία ελληνική μύκης), → δείτε μυκ- (μύκητας) + -ίνη[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίατεραμυκίνη θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- Όροι με μυκίνη — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Oxytetracycline στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία τεραμυκίνη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τεραμυκίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κατά τα -μυκίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας