↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεραμυκίνη οι τεραμυκίνες
      γενική της τεραμυκίνης των τεραμυκινών
    αιτιατική την τεραμυκίνη τις τεραμυκίνες
     κλητική τεραμυκίνη τεραμυκίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεραμυκίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Terramycin.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε terra- +‎ -mycin (< αρχαία ελληνική μύκης), → δείτε  μυκ- (μύκητας) + -ίνη[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τεραμυκίνη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία