Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεναγώδης η τεναγώδης το τεναγώδες
      γενική του τεναγώδους της τεναγώδους του τεναγώδους
    αιτιατική τον τεναγώδη την τεναγώδη το τεναγώδες
     κλητική τεναγώδη(ς) τεναγώδης τεναγώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεναγώδεις οι τεναγώδεις τα τεναγώδη
      γενική των τεναγωδών των τεναγωδών των τεναγωδών
    αιτιατική τους τεναγώδεις τις τεναγώδεις τα τεναγώδη
     κλητική τεναγώδεις τεναγώδεις τεναγώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεναγώδης < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

τεναγώδης

  Μεταφράσεις επεξεργασία