τεμενάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τεμενάς | οι | τεμενάδες |
γενική | του | τεμενά | των | τεμενάδων |
αιτιατική | τον | τεμενά | τους | τεμενάδες |
κλητική | τεμενά | τεμενάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τεμενάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική temenna < αραβική تمن (tamannā)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατεμενάς αρσενικό
- η υπόκλιση για χαιρετισμό ή σε ένδειξη σεβασμού ή και δουλοπρέπειας